σουαρέ

σουαρέ
το, και σουαρές, ο, Ν
1. βραδινή φιλική συγκέντρωση, εσπερίδα
2. φρ. «σουαρέ ντε γκαλά» — μεγάλη χοροεσπερίδα, δεξίωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. soiree «βραδιά, δεξίωση» (< γαλλ. soir «βράδυ» < λατ. sero «αργά»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σουαρέ — το (λ. γαλλ.), εσπερινή ψυχαγωγική συγκέντρωση, βεγγέρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μόσελες, Ίγκνατσι — (Ignaz Moscheles, Πράγα 1794 – Λειψία 1870). Γερμανός συνθέτης, πιανίστας και διευθυντής ορχήστρας. Αρχικά ο Μ. σπούδασε πλάι στον Γερμανό συνθέτη Καρλ Μαρία Φον Βέμπερ, διευθυντή του Ωδείου της Πράγας. Η συστηματική ενασχόληση του δασκάλου του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”