- σουαρέ
- το, και σουαρές, ο, Ν1. βραδινή φιλική συγκέντρωση, εσπερίδα2. φρ. «σουαρέ ντε γκαλά» — μεγάλη χοροεσπερίδα, δεξίωση.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. soiree «βραδιά, δεξίωση» (< γαλλ. soir «βράδυ» < λατ. sero «αργά»)].
Dictionary of Greek. 2013.